- αγριόξυλο
- το1. σκληρό ξύλο ακατάλληλο για ξυλουργική επεξεργασία2. σκληρός δαρμός, άγριο ξυλοκόπημα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγριόξυλο — το 1.ξύλο ακατάλληλο για έπιπλα. 2. άγριο ξυλοκόπημα: Έφαγε ένα αγριόξυλο που δε θα το ξεχάσει ποτέ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγρι(ο)- — [άγριος] θέμα τού επιθέτου άγριος. Χρησιμοποιείται ως πρώτο συνθετικό για να δηλώσει: 1. αυτόν που ζει στους αγρούς σε άγρια κατάσταση, αυτόν που δεν εξημερώθηκε, τον ατίθασο (αγριόγατα, αγριοδάμαλο, αγριοκάτσικο) 2. αυτόν που δεν καλλιεργείται… … Dictionary of Greek